- σηματωρός
- ουπαξιωματικός ή απλός ναύτης υπεύθυνος για τα σήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σηματωρός — ο, Ν ναυτ. υπαξιωματικός ή ναύτης που έχει ως έργο την εκπομπή και λήψη οπτικών σημάτων με φανό ή σημαίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + ωρός / ουρός, πρβλ. σκευ ωρός (βλ. λ. ὁρῶ)] … Dictionary of Greek